ἀληθικός

ἀληθικός
ἀληθ-ικός, ή, όν,
A = ἀληθινός, Ps.-Callisth.1.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αληθικός — ἀληθικός, ή, όν (Μ) αληθινός, αληθής. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος επαυξημένος τ. τού επιθ. ἀληθής*] …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”